Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινδυνολογία η [kinδinolojía] Ο25 : σκόπιμη διόγκωση υπαρκτών ή ανύπαρκτων κινδύνων: H ~ οξύνει την πολιτική ατμόσφαιρα.
[λόγ. κίνδυν(ος) -ο- + -λογία]