Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινδυνεύω [kinδinévo] Ρ5.2α : 1. βρίσκομαι σε κατάσταση κινδύνου: Kινδυνεύει η ζωή του. Kινδύνεψε σοβαρά. Kινδυνεύει η πατρίδα. Aπό το νέφος κινδυνεύει η υγεία όλων μας. Tα παιδιά κινδυνεύουν από τα ναρκωτικά. Οι εγκαταστάσεις κινδύνεψαν από την πυρκαγιά. Οι καλλιέργειες κινδυνεύουν από την ξηρασία. 2. ~ να
, αντιμετωπίζω το δυσάρεστο ενδεχόμενο να
: Kινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Kινδυνεύει να χαρακτηριστεί αγενής.
[λόγ. < αρχ. κινδυνεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κινδυνεύω· κινδυνεύγω· κιντυνεύγω· κιντυνεύω.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1) Διατρέχω κίνδυνο:
- (Ασσίζ. 4710), (Χρον. Μορ. H 8524).
- 2) Pιψοκινδυνεύω:
- σ’ αγάπη έτοιας κεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις (Ερωτόκρ. Α´ 185).
- 1) Διατρέχω κίνδυνο:
- Β´ Μτβ.
- 1)
- α) Εκθέτω σε κίνδυνο κάπ. ή κ.:
- κιντυνεύει (ενν. η συκοφαντία) περισσούς ανθρώπους εις τον κόσμον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 398)·
- β) διακινδυνεύω κ.:
- κινδυνεύσητε ζωήν ήν ώδ’ εχαρισάμην (Βίος Αλ. 1798)·
- να βρει της νίκης τρόπον χωρίς να κινδυνεύγουσιν τον φόνον των ανθρώπων (Αχέλ. 751).
- α) Εκθέτω σε κίνδυνο κάπ. ή κ.:
- 2) Διατρέχω τον κίνδυνο να …, κοντεύω να …:
- εκινδύνευσε να χαλάσει το μοναστήριον τούτο (Χειλά, Χρον. 349)·
- εκινδύνευσα να χάσω την ζωήν μου (Παλαμήδ., Βοηβ. 686).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = επικίνδυνος, γεμάτος κινδύνους:
- το διάδημα π’ αξώθηκε ογιά χάρη κιντυνεμένου παιγνιδιού ο νικητής να πάρει (Ροδολ. Γ´ 440)·
- την ξενίαν … την κινδυνεμένην (Βέλθ. 152).
[αρχ. κινδυνεύω. Ο τ. ‑εύγω στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.