Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κινδυνάρης ο.
-
- Αυτός που ριψοκινδυνεύει (για το καλό των άλλων):
- αγαπούν και θέλουν τον δι’ άλλον κινδυνάρην (Ριμ. Βελ. ρ 762).
[<ουσ. κίνδυνος + κατάλ. ‑άρης]
- Αυτός που ριψοκινδυνεύει (για το καλό των άλλων):