Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιναισθησία η [kinesθisía] Ο25 : (φυσιολ.) αίσθηση με την οποία γίνονται αντιληπτές οι μυϊκές κινήσεις και συστολές.
[λόγ. < γαλλ. kinesthésie < αρχ. κίν(ησις) + αἴσθησ(ις) -ie = -ία]