Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κινάς ο· οκνάς.
— Πβ. και χινέα και χενά.
  • Eίδος ερυθράς χρωστικής ουσίας από φύλλα φυτού, που χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, των νυχιών και του δέρματος:
    • Έβαφε με τον οκνά τα δάκτυλά της; (Πηγά, Xρυσοπ. 335 (7)).

[<τουρκ. kina. T. κνας στο Somav. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες