Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιμωλία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιμωλία η [kimolía] Ο25 : 1. ιζηματογενές πέτρωμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο, το οποίο σχηματίζεται από υπολείμματα μικροσκοπικών θαλάσσιων οργανισμών. 2. μικρό κομμάτι από κιμωλία με κυλινδρικό σχήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στα σχολεία για να γράφουν στον πίνακα: Άσπρες / χρωματιστές κιμωλίες. Έγινε άσπρος σαν ~, από φόβο ή άλλη συναισθηματική ταραχή.

[λόγ. < αρχ. Κιμωλία (ενν. γῆ) `πέτρωμα της Κιμώλου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες