Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιλότο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιλότο το [kilóto] Ο39 : εκλεκτής ποιότητας άπαχο κρέας που προέρχεται από τη ράχη του βοδιού, πίσω από το φιλέτο και πάνω από το μπούτι.

[λόγ. < γαλλ. (θηλ.) culott(e) -ο (ουδ. κατά το κρέας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες