Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιλότα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιλότα η [kilóta] Ο25 : 1. γυναικείο εσώρουχο που περιβάλλει τη λεκάνη και έχει δύο ανοίγματα για τα πόδια. 2. είδος παντελονιού, φουσκωτό στους μηρούς και στενό κάτω: Στρατιωτική ~. ~ ιππασίας / του γκολφ. κιλοτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. culott(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες