Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιλό το [kiló] Ο38 : μονάδα βάρους ίση με χίλια γραμμάρια· χιλιόγραμμο: Δυο κιλά αλεύρι. Πόσα κιλά είσαι;, ποιο είναι το βάρος σου; Πήρα δυο κιλά, αυξήθηκε το βάρος μου κατά δυο κιλά.
[λόγ. < γαλλ. kilo σύντμ. του kilogramme (= χιλιόγραμμο) < kilo- = χιλ(ιο)- + gramme = γραμμάριο (διαφ. το μσν. κοιλόν `μέτρο χωρητικότητας σιτηρών΄ από τα αραβ.)]
- κιλο- [
ilo] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της τάξης που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. μιλι-): ~βάτ, ~βατώρα, ~πόντ, ~τζάουλ, ~τόνος, ~χέρτς· ~γκράμ, χιλιόγραμμο· (βλ. χιλιο- 2): Ένα ~βάτ ισοδυναμεί με χίλια βατ. [λόγ. < γαλλ. kilo- < αρχ. χίλ(ιοι) ως α' συνθ.: κιλο-βάτ < γαλλ. kilowatt]
- κιλό(ν) το.
-
- 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών:
- (Rechenb. 482)·
- τριών κιλών αλευριού σιμιγδάλι (Πεντ. Γέν. XVIII 6).
- 2) (Γενικά) μέτρο χωρητικότητας στερεών σωμάτων:
- έχει και ασβέστην η καθέν οργιά κιλ(ά) η´ (Rechenb. 873).
[<τουρκ. kile (<αραβ. keyl). Η λ. (‑όν) στο Du Cange (λ. κοίλον και κοιλόν) και σήμ. ιδιωμ. (‑ό). Άσχ. το νεότ. κιλό (<γαλλ. kilo)]
- 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών:
- κιλοβάτ το [kilovát] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής ισχύος που ισούται με χίλια βατ.
[λόγ. < γαλλ. kilowatt (kilo- = χιλιο-)]
- κιλοβατώρα η [kilovatóra] Ο25 : (φυσ.) μονάδα του έργου ή της ενέργειας που παράγεται σε μία ώρα από μία μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ.
[λόγ. κιλοβάτ + ώρα μτφρδ. γαλλ. kilowattheure ή αγγλ. kilowatt-hour]
- κιλομπάιτ το [kilobáit] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) μετρική μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή και ισούται με χίλια μπάιτ.
[λόγ. < αγγλ. kilobyte (kilo- = κιλο-)]
- κιλοπόντ το [kilopónt] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα βάρους ίση με το βάρος που παρουσιάζει ένα σώμα με μάζα ενός χιλιογράμμου, όταν βρίσκεται σε υψόμετρο μηδέν και γεωγραφικό πλάτος 45.
[λόγ. < γερμ. Kilopond (Kilo- = κιλο-)]
- κιλότα η [kilóta] Ο25 : 1. γυναικείο εσώρουχο που περιβάλλει τη λεκάνη και έχει δύο ανοίγματα για τα πόδια. 2. είδος παντελονιού, φουσκωτό στους μηρούς και στενό κάτω: Στρατιωτική ~. ~ ιππασίας / του γκολφ.
κιλοτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < γαλλ. culott(e) -α]
- κιλότο το [kilóto] Ο39 : εκλεκτής ποιότητας άπαχο κρέας που προέρχεται από τη ράχη του βοδιού, πίσω από το φιλέτο και πάνω από το μπούτι.
[λόγ. < γαλλ. (θηλ.) culott(e) -ο (ουδ. κατά το κρέας)]