Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιλοπόντ το [kilopónt] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα βάρους ίση με το βάρος που παρουσιάζει ένα σώμα με μάζα ενός χιλιογράμμου, όταν βρίσκεται σε υψόμετρο μηδέν και γεωγραφικό πλάτος 45.
[λόγ. < γερμ. Kilopond (Kilo- = κιλο-)]