Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιλοβάτ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιλοβάτ το [kilovát] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής ισχύος που ισούται με χίλια βατ.

[λόγ. < γαλλ. kilowatt (kilo- = χιλιο-)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιλοβατώρα η [kilovatóra] Ο25 : (φυσ.) μονάδα του έργου ή της ενέργειας που παράγεται σε μία ώρα από μία μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ.

[λόγ. κιλοβάτ + ώρα μτφρδ. γαλλ. kilowattheure ή αγγλ. kilowatt-hour]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες