Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιθαρωδός ο [kiθaroδós] Ο17 : στην αρχαία Ελλάδα αυτός που απήγγελ λε ή που τραγουδούσε με συνοδεία κιθάρας.
[λόγ. < αρχ. κιθαρῳδός `που τραγουδάει παίζοντας κιθάρα΄ (δες την ετυμ. της λ.)]