Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιθάρα η [kiθára] Ο25 : εξάχορδο μουσικό όργανο με ξύλινο ηχείο, επίπεδο στη ράχη και με βραχίονα που καταλήγει σε κεφαλή με κλειδιά, το οποίο παίζεται με τα δάχτυλα: Παίζω ~. Συνοδεύω κπ. με την ~. Έργα για ~. Δωδεκάχορδη ~. Kλασική ~. Aκουστική ~. Hλεκτρική ~.
[λόγ. < αρχ. κιθάρα `μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο΄ με αλλ. της σημ. κατά το ιταλ. chitarra < αραβ. qîtâra (στη νέα σημ.) < λατ. cithara < αρχ. κιθάρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κιθάρα η· κιτάρα.
-
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
- κρότησον την κιθάραν σου (Διγ. Z 2871· Απολλών. 594).
[αρχ. ουσ. κιθάρα. Ο τ. <βεν. chitara. Η λ. και σήμ.]
- Έγχορδο μουσικό όργανο: