Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιγκλίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιγκλίδα η [kiŋglíδa] Ο26 : (λόγ.) το κάγκελο.

[λόγ. < αρχ. κιγκλίς, αιτ. -ίδα `κιγκλίδωμα΄, αρχ. σημ.: `δίφυλλη δικτυωτή πόρτα στο δικαστήριο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες