Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιγκαλερία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιγκαλερία η [kiŋgalería] Ο25 : περιληπτική ονομασία για μεταλλικά εξαρτήματα οικοδομικής χρήσης (πόμολα, μπετούγιες, λουκέτα κτλ.): Έμπορος ειδών κιγκαλερίας.

[λόγ. < γαλλ. quincailler(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες