Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιβώτιο το [kivótio] Ο40 : 1. μεγάλο ορθογώνιο κουτί από σκληρό υλικό (χαρτόνι, ξύλο, μέταλλο, πλαστικό κτλ.) συνήθ. με κάλυμμα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για τη συσκευασία και τη μεταφορά εμπορευμάτων: Ένα ~ μπίρες / κρασιά / γάλατα. Aγοράζει τα αναψυκτικά με το ~. 2. (τεχν.) ~ ταχυτήτων*. (ηλεκτρολ.) ~ ακροδεκτών, το κιβώτιο στο οποίο καταλήγουν τα καλώδια μιας εσωτερικής ηλεκτρικής εγκατάστασης.
κιβωτιάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. 1: αρχ. κιβώτιον (υποκορ. του κιβωτός)· 2: σημδ. γαλλ. boîte (de vitesses)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κιβώτιον το.
-
- 1) Μεγάλο ορθογώνιο κουτί, ξύλινη θήκη, κάσα:
- (Απολλών. 400).
- 2) Λειψανοθήκη:
- λείψανα μαρτυρικά … ένδον εις έν κιβώτιον πέλουν ησφαλισμένα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 574).
[αρχ. ουσ. κιβώτιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Μεγάλο ορθογώνιο κουτί, ξύλινη θήκη, κάσα: