Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιβώριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιβώριο το [kivório] Ο40 : θολωτή κατασκευή που στηρίζεται σε μικρούς κίονες και καλύπτει την Aγ. Tράπεζα.

[λόγ. < ελνστ. κιβώριον (αιγυπτ. προέλ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go