Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιβούρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιβούρι το [kivúri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το φέρετρο και με επέκταση ο τάφος.

[μσν. κιβούρι(ν) < ελνστ. κιβώριον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ίσως και του [r] )]

[Λεξικό Κριαρά]
κιβούριον το· κιβούρι· κιβούριν· κιβώριον.
  • 1) Κουβούκλιο, θόλος· θολωτό ταφικό μνημείο:
    • το κιβούριν του (ενν. του Έκτορα) έποικαν (Πόλ. Τρωάδ. 7287· 7314).
  • 2)
    • α) Σαρκοφάγος:
      • κιβούριν του θανάτου (Διγ. Esc. 1665· Μαχ. 62836
    • β) φέρετρο:
      • τότε κεριά σου αγόραζε, κιβούρι σου πελέκα (Σαχλ. N 383).
  • 3) Κιβώτιο:
    • τριακόσια άλογά ’στειλε μετά των κιβουρίων, πλήρεις χρυσάφιν άμετρον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 616).

[<μτγν. ουσ. κιβώριον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. (κη‑) και σήμ. Ο τ. ‑ιν στο Meursius (λ. ‑ργιον) και σήμ. κυπρ. Τ. κιβώριν σήμ. ποντ. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες