Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιβδηλοποιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιβδηλοποιός ο [kivδilopiós] Ο17 : (παρωχ.) ο παραχαράκτης.

[λόγ. κίβδηλ(ος) -ο- + -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες