Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιαλάρω [kaláro] Ρ6α : (προφ.) παρατηρώ με μεγάλη προσοχή κπ. ή κτ. που παρουσιάζει για μένα ειδικό ενδιαφέρον· βάζω στο μάτι: Tην κιαλάρισες τη γειτόνισσα! Kιαλάρισα κάτι παπούτσια!
[κιάλ(ια) -άρω]