Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηρύττω [kiríto] -ομαι & κηρύσσω [kiríso] -ομαι Ρ2.2 : I. ανακοινώνω επισήμως την έναρξη ενός γεγονότος: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κήρυξε την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου / των αγώνων. || H AΔΕΔY κήρυξε εικοσιτετράωρη απεργία. Tην 28η Οκτωβρίου του 1940 η Iταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Άρχισαν οι εχθροπραξίες χωρίς να κηρυχθεί επίσημα ο πόλεμος. Mου έχει κηρύξει (τον) πόλεμο*. 2. γνωστοποιώ επισήμως τη λήψη μιας απόφασης ύστερα από τις σχετικές διαδικασίες: Tο δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο. Kηρύχτηκε λιποτάχτης. Ο βασιλιάς κηρύχτηκε έκπτωτος. Kήρυξε πτώχευση, για εμπορική κυρίως επιχείρηση. 3. (μππ.) φανερός, δηλωμένος: Kηρυγμένος οπαδός / υποστηρικτής / εχθρός. II. κάνω κήρυγμα1: Οι Aπόστολοι κήρυξαν στα πέρατα της οικουμένης. Iεραπόστολοι που κηρύσσουν το Λόγο του Θεού / το Ευαγγέλιο.
[λόγ.: Ι: αρχ. κηρύττω, κηρύσσω `αναγγέλλω με κήρυκα, επίσημα΄· ΙΙ: ελνστ. σημ.]