Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κηρύσσω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Διακηρύσσω ως κήρυκας, διαλαλώ:
- (Ασσίζ. 2158‑9).
- 2) Ανακηρύσσω:
- βασιλεύς κηρύσσεται (ενν. ο Λίβιστρος) γης Αργυρού του κάστρου (Λίβ. Sc. 2063)·
- φως μου σε κηρύττω (Λίβ. Sc. 783).
- 3) Διακηρύσσω:
- (Ριμ. Βελ. ρ 260), (Μαχ. 18834)·
- η φήμη … ας πετάξει … κηρύσσοντας με σάλπιγγα … του Λίμπονά μου τ’ όνομα και χάριτες τες τόσες (Λίμπον. 71).
- 4) Κατονομάζω, ορίζω:
- εις την ημέραν ότι τελειωθούν οι μάρτυρες όλοι, διδεί ημέραν … κηρύσσουν τους μάρτυρας (Ελλην. νόμ. 5631).
- 5) Ανακοινώνω (με κήρυκα):
- εκηρύχθη η μέση απόφασις (Ελλην. νόμ. 53315)·
- Ο πρίντζης … έπεψεν εις την δύσιν ένα νοτάρην … να κηρύξει τον θάνατον του ρε Πιέρ (Μαχ. 2967).
- 6) (Προκ. για πόλεμο) κηρύσσω:
- (Αχιλλ. N 448), (Μαχ. 28219‑20).
- 7) Διδάσκω:
- Ειρήνην πούρου εκήρυξεν ο λυτρωτής μας (Κυπρ. ερωτ. 1533).
- 8) Διαδίδω:
- γι’ αύτηνε να κηρυχθεί μία φήμη εντροπιασμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1314]).
- 9) Διασύρω:
- όλες (ενν. τις γυναίκες) διά να τας δείξω και εις τον κόσμο να κηρύξω (Συναξ. γυν. 487).
- 1) Διακηρύσσω ως κήρυκας, διαλαλώ:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Διακηρύσσω:
- Εκείνος γουν ο βασιλεύς εκήρυξεν ευθέως, τους πάντας επροσφώνησεν ότι ν’ αρματωθούσιν (Αχιλλ. O 245).
- 2) Ηχώ δίνοντας σύνθημα:
- προσέταξεν ευθύς γενέσθαι τον αγώνα· εκήρυσσον αι σάλπιγγες, άθλα συνεκροτούντο (Βίος Αλ. 2409).
- 1) Διακηρύσσω:
[αρχ. κηρύσσω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.