Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηρός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηρός ο [kirós] Ο17 : (λόγ.) κερί: Iσπανικός* ~.

[λόγ. < αρχ. κηρός (δες στο κερί)]

[Λεξικό Κριαρά]
κηρός ο.
  • 1) Κερί (ως ακατέργαστη ύλη):
    • (Βίος Αλ. 57).
  • 2) Λαμπάδα:
    • συ δε ουδέ φόλιν κέκτησαι, … να αγοράσεις καν κηρούς εις την απόκαρσίν σου (Προδρ. IV 97).

[αρχ. ουσ. κηρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηροστάτης ο [kirostátis] Ο10 : το μανουάλι.

[λόγ. κηρο- + -στάτης]

[Λεξικό Κριαρά]
κηροστούπιν το.
  • Κερωμένο στουπί:
    • (Προδρ. II 53).

[<ουσ. κηρός + στουπίν. Τ. κεροστούπι, κ.ά., σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες