Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηροζίνη η [kirozíni] Ο30 : προϊόν του πετρελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη και χρησιμοποιείται για φωτισμό ή ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως. || ~ αεροπορίας, καύσιμο για αεροπλάνα που κινούνται με τουρμπίνες.
[λόγ. < αγγλ. kerosine < αρχ. κηρός (δες στο κερί) -ine = -ίνη (η παραγωγή δε συμφωνεί με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]