Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηρίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηρίο το [kirío] & κηρίον το [kiríon] Ο39 : I. μονάδα για τη μέτρηση του φωτός: Hλεκτρικός λαμπτήρας εκατό κηρίων. II. (ιατρ.) είδος πυώδους δερματοπάθειας: Mολυσματικό ~.

[λόγ.: ΙΙ: μσν. κηρίον (δες στο κερί)· Ι: σημδ. γαλλ. bougie (παλ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες