Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηρήθρα η [kiríθra] Ο25 : πλάκα από κερί χωρισμένη σε πολλά μικρά εξάγωνα κελιά την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες και στην οποία εναποθέτουν το μέλι τους.
[λόγ. επίδρ. στο κερήθρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κηρήθρα η· κερήθρα.
-
- Κερήθρα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [666]).
[<ουσ. κηρός + κατάλ. ‑ήθρα. Η λ. στο Du Cange (‑ρί‑). Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Κερήθρα: