Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηλιδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηλιδώνω [kiliδóno] -ομαι Ρ1 : στιγματίζω, σπιλώνω: Kηλιδώθηκε η υπόληψή του / η τιμή του. Kηλιδώνεις το όνομα της οικογένειάς μας.

[λόγ. < αρχ. κηλιδ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες