Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηλιδώνω [kiliδóno] -ομαι Ρ1 : στιγματίζω, σπιλώνω: Kηλιδώθηκε η υπόληψή του / η τιμή του. Kηλιδώνεις το όνομα της οικογένειάς μας.
[λόγ. < αρχ. κηλιδ(ῶ) -ώνω]