Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηδεύω [kiδévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ.5.2 : κάνω κηδεία: Πέθανε χθες και κηδεύεται σήμερα. Tον κήδεψαν με όλες τις τιμές / με τιμές αρχηγού κράτους.
[λόγ. < αρχ. κηδεύω `φροντίζω κπ., θάβω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κηδεύω· κηβεύγω· κηβεύω· κηδεύγω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Φροντίζω, περιποιούμαι, υπηρετώ:
- βυζάνου, θεραπεύουν το, κηδεύουσιν το βρέφος (Βυζ. Ιλιάδ. 158· Ριμ. Απολλων. [1005]), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 417)·
- β) νοιάζομαι για κάπ., σπλαχνίζομαι κάπ., αφήνω απείραχτο:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 283)·
- κείνην απού σε μισά κηβεύγεις (Κυπρ. ερωτ. 1013).
- α) Φροντίζω, περιποιούμαι, υπηρετώ:
- 2) Κάνω κηδεία, θάβω:
- (Διγ. Gr. 3330).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) προσέχω, φυλάγομαι:
- (Κυπρ. ερωτ. 512).
[αρχ. κηδεύω. Ο τ. ‑εύγω και σήμ. κρητ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.