Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεχρί το [kexrí] Ο43 : γενική και κοινή ονομασία για διάφορα είδη ποωδών φυτών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστοειδών και παράγουν μικρά σπέρματα που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή. ΦΡ ο νους του στο ~, στο πονηρό.
[μσν. κεχρί(ν) < κεγχρίον (αποβ. του ριν. [ŋ] πριν από εξακολ. σύμφ.) υποκορ. του αρχ. κέγχρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεχρί(ν) το,
- βλ. κεγχρίον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεχριμπαρένιος -α -ο [kexribaré
os] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από κεχριμπάρι: Kεχριμπαρένιο κολιέ. Kεχριμπαρένιο κομπολόι. Kεχριμπαρένιες χάντρες. || που έχει το χρώμα του κεχριμπαριού: Ρετσίνα κεχριμπαρένια. [κεχριμπάρ(ι) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεχριμπάρι το [kexribári] Ο44 : κοινή ονομασία για το ήλεκτρο. || (σαν) ~, που έχει το κιτρινωπό χρώμα του ήλεκτρου. || Ρετσίνα ~, με ωραίο, κίτρινο, διαυγές χρώμα.
[τουρκ. kehribar (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέχρινος, επίθ.,
- βλ. κέγχρινος.