Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεφαλικός, επίθ.
-
- 1) Που είναι σχετικός με το κεφάλι:
- Όταν ο ιέραξ πάσχῃ υπό κεφαλικής δυσπνοίας (Ορνεοσ. αγρ. 5247).
- 2) Που αφορά το «κεφάλι», τη ζωή:
- προσέταξεν … τούτους πανοικί εν τῃ Πόλει είναι επάνω ποινής κεφαλικής τιμωρίας (Δούκ. 39325).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Αρρώστια του κεφαλιού:
- (Ορνεοσ. 58112).
- 2) Φάρμακο για αρρώστια του κεφαλιού:
- (Ιερακοσ. 4848).
- 1) Αρρώστια του κεφαλιού:
[μτγν. επίθ. κεφαλικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που είναι σχετικός με το κεφάλι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφαλικός -ή -ό [kefalikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στο κεφάλι, που είναι σχετικός με το κεφάλι: Kεφαλική φλέβα. β. ~ φόρος, είδος φόρου ο οποίος επιβαλλόταν στα άτομα και όχι στα αγαθά· (πρβ. χαράτσι).
[λόγ.: α: ελνστ. κεφαλικός `που αναφέρεται στο κεφάλι΄· β: σημδ. (μσν.) υστλατ. capitatio]