Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλαλγικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κεφαλαλγικός, επίθ.· κεφαλαργικός.
  • Που προκαλεί πονοκέφαλο:
    • Εις κόρυζαν κεφαλαλγικήν (Ορνεοσ. αγρ. 5513).

[αρχ. επίθ. κεφαλαλγικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες