Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλαιοκρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλαιοκρατικός -ή -ό [kefaleokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κεφαλαιοκρατία, που στηρίζεται σ΄ αυτήν· καπιταλιστικός: Kεφαλαιοκρατικό σύστημα.

[λόγ. κεφαλαιοκράτ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες