Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφάλι
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφάλι το [kefáli] Ο44 : 1α. το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος, που συνδέεται με το κυρίως σώμα με το λαιμό και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος και τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων: Έχει μεγάλο / μικρό / στρογγυλό / μακρό στενο ~. Kρατούσε το ~ του με τα δυο του χέρια, ως εκδήλωση θλίψης ή περίσκεψης. Kούνησε το ~ του με νόημα / περίλυπος. Mου έκανε νόημα με το ~. Mε μια σπαθιά τού πήρε το ~. Έκανε βουτιά με το ~. Έχει ένα ~ σαν πεπόνι. Πονάει το ~ μου. Έχω βαρύ ~, έχω πονοκέφαλο. Mη στέκεσαι πάνω από το ~ μου! Είναι ένα ~ ψηλότερη από τον άντρα της. ~ αλόγου / βοδιού. ΦΡ και εκφράσεις μου ανέβηκε το αίμα* στο ~. λείψε* απ΄ το ~ μου. με το ~ ψηλά, χωρίς να ντρέπομαι. έχω κπ. πάνω από το ~ μου, ως επιτηρητή ή ελεγκτή. βαράω / χτυπώ το ~ μου (στον τοίχο), μετανιώνω πικρά για κτ. που έκανα ή για κτ. που παρέλειψα να κάνω. δε σηκώνω* ~. σηκώνω* ~. δεν μπορώ να σηκώσω* ~. σκύβω* το ~. κάνω ~, έρχομαι στο κέφι από ποτό. μέσα τα κεφάλια!, για επάνοδο σε μία δυσάρεστη κατάσταση ύστερα από μια σύντομη ανάπαυλα. σπάω το ~ κάποιου, τον δέρνω, συνήθ. ως απειλή: Θα σου σπάσω το ~. γυρίζει* το ~ μου. πονάει* ~ κόβει ~. || η γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση κεφαλιού: Σπουδή κεφαλιού. ~ κούρου. β. το επάνω και πίσω τμήμα του κεφαλιού, σε αντιδιαστολή προς το πρόσωπο: Xτύπησε στο ~. Nα πλύνεις και το ~ σου, τα μαλλιά σου. Mε ξύνει / με τρώει το ~ μου. 2. (προφ.) κυρίως για μεγάλο ζώο, ως μέλος ενός συνόλου και σπανίως για άνθρωπο: Έχει τριάντα κεφάλια γελάδια. Πόσα κεφάλια να υπολογίσω; (έκφρ.) μέτρα κεφάλια! 3α. το κεφάλι ως το ζωτικό κέντρο του ανθρώπου, ταυτόσημο με την ύπαρξη, τη ζωή: Έγινε προδότης για να γλιτώσει το ~ του. ΦΡ παίρνω το ~ κάποιου, τον σκοτώνω. βάζω το ~ μου / κόβω το ~ μου, στοιχηματίζω ακόμα και τη ζωή μου για κτ. το οποίο θεωρώ σωστό ή σίγουρο. τρώω* το ~ μου. βάζω το ~ μου στον τορβά* / στο στόμα του λύκου*. β. το κεφάλι ως όργανο των νοητικών λειτουργιών (της νόησης, της μνήμης, της συνείδησης) κυρίως σε ΦΡ και εκφράσεις μαθηματικό* ~. γερό ~, πολύ έξυπνος άνθρωπος. μεγάλο ~: α. πολύ έξυπνος άνθρωπος. β. (συνήθ. πληθ.) για ανθρώπους με εξουσία: Συσκέπτονται τα μεγάλα κεφάλια. κατεβάζει* το ~ μου. χώνω* κτ. στο ~ κάποιου. σπάω το ~ μου, για να βρω τη λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα ή για να θυμηθώ κτ.: Έσπασε το ~ του αλλά λύση δε βρήκε. αρβανίτικο / αρναούτικο / αγύριστο / ξερό ~, άνθρωπος πεισματάρης, ξεροκέφαλος: Aπό το ξερό σου το ~ την έπαθες. κάνω του κεφαλιού μου, κάνω ό,τι θέλω χωρίς να συμβουλευτώ κανέναν. μου πήρε το ~, με ζάλισε με την πολυλογία του / με τα προβλήματά του ή με ξεκούφανε. το ~ μου έγινε καζάνι*. έχω το ~ μου ήσυχο*. ΠAΡ Λαγός* τη φτέρη έσειε / κούναγε, κακό του κεφαλιού του και ως ΦΡ κακό του κεφαλιού σου, του κτλ. γ. (προφ.) άνθρωπος με εξουσία: Tα κεφάλια του υπουργείου αποφάσισαν την αναβολή των εξετάσεων. ΦΡ πέφτουν κεφάλια, τιμωρούνται οι υπαίτιοι: Aν αποδειχθούν οι κατηγορίες θα αποδοθούν ευθύνες και θα πέσουν κεφάλια. ΠAΡ Tο ψάρι βρομάει* απ΄ το ~. 4. (μτφ.) α. ό,τι μοιάζει με κεφάλι, κυρίως στο σχήμα: Ένα ~ τυρί. Ένα ~ σκόρδο. β. το επάνω, συνήθ. πλατύ και στρογγυλό, άκρο ενός αντικειμένου: Tο ~ της καρφίτσας / της πινέζας. κεφαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. κεφάλα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. κεφάλιν < ελνστ. κεφάλιον υποκορ. του αρχ. κεφαλή· κεφάλ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
κεφάλι το· κεφάλιν.
  • 1)
    • α) Κεφάλι:
      • σπαχήδω και γιανίτσαρω πολλά κεφάλια πέσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1614
    • β) προκ. για πράγμα σε σχήμα κεφαλιού:
      • σκόρδα κεφάλια δώδεκα (Προδρ. IV 213).
  • 2)
    • α) Κορυφή, επάνω μέρος:
      • απάνω στο νησί … έχει σημάδι ένα κεφάλι άπου κάμνουν οι κουρσάροι τη βίγλα (Πορτολ. Α 18314‑5
      • να μου ιστορίσετε το πρόσωπόν μου εις τον στύλον και να μου βάλετε το στεφάνι μου εις το κεφάλιν της ιστορίας (Διήγ. Αλ. V 23
    • β) αρχή·
      • (εδώ το σημείο που αρχίζει η θάλασσα):
        • Tο στάσιμο έναι κάτω στο ποτάμι … και έναι κεφάλι της θαλάσσου (Πορτολ. Α 35026
    • γ) (προκ. για ποτάμι) αρχή· διακλάδωση:
      • ποτάμι εβγαίνει από την παράδεισο … και αποκεί να χωριστεί και να είναι τέσσερα κεφάλια (Πεντ. Γέν. II 10).
  • 3) Κεφάλαιο, τμήμα συγγράμματος:
    • θέλομεν φέρειν και τες ασσίζες, ανισώς και εύρομεν και κανέναν κεφάλιν περί τούτου (Μαχ. 25032).
  • 4) Σύνολο, κατάλογος:
    • (Πεντ. Αρ. I 49).
  • 5) Νους, κρίση, γνώμη:
    • Το σκήπτρο μου, ω, πώς έχασα για το ζουρλό κεφάλι! (Ζήν. Ε´ 353).
  • 6) Άρχοντας, αρχηγός, ο επικεφαλής, υπεύθυνος:
    • Πολλή ζωή του αυθέντη μας, της Ρόδου το κεφάλι (Γεωργηλ., Θαν. 306· Mαχ., 43011, 20031), (Iμπ. (Legr.) 774).
  • Φρ.
  • 1) Βάζω το κεφάλιν μου = ριψοκινδυνεύω:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1147), (Θρ. Κύπρ. Μ 628).
  • 2) Βγάζω κεφάλι = επιβάλλομαι, υπερισχύω:
    • (Θρ. Κύπρ. Μ 765).
  • 3) Είμαι κεφάλι απάνω σε κάπ. = καταδυναστεύω, είμαι κυρίαρχος κάπ.:
    • (Ιστ. Βλαχ. 858).
  • 4) Κάμνω κεφάλι, σηκώνω κεφάλι = στασιάζω, επαναστατώ εναντίον κάπ.:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 190), (Ιστ. Βλαχ. 1289).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 25622).
  • [μτγν. ουσ. κεφάλιον. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    κεφαλιά η [kefaá] Ο24 : χτύπημα με το κεφάλι. || στο ποδόσφαιρο, το χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι: Mε μια έξοχη ~ κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα. ~ ψαράκι, όταν η κεφαλιά γίνεται με σύγχρονη εκτίναξη του παίχτη προς τα εμπρός και χαμηλά.

    [κεφάλ(ι) -ιά]

    [Λεξικό Κριαρά]
    κεφαλία η.
    • Κεφαλόπονος:
      • (Ιατροσ. κώδ. Ϡξε´).

    [<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + κατάλ. ία]

    [Λεξικό Κριαρά]
    κεφαλιάζω,
    βλ. κελεφιάζω.
    [Λεξικό Κριαρά]
    κεφαλιάτικο(ν) το.
    • Κεφαλικός φόρος:
      • (Μαχ. 6125).

    [<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + κατάλ. ιάτικο. Η λ. στο Somav.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    κεφαλίκι το.
    • Κεφαλή, αρχηγός (οικογένειας):
      • (Πεντ. Αρ. I 4).

    [<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + κατάλ. ίκι· πβ. κεφαλατίκι]

    [Λεξικό Κριαρά]
    κεφαλικός, επίθ.
    • 1) Που είναι σχετικός με το κεφάλι:
      • Όταν ο ιέραξ πάσχῃ υπό κεφαλικής δυσπνοίας (Ορνεοσ. αγρ. 5247).
    • 2) Που αφορά το «κεφάλι», τη ζωή:
      • προσέταξεν … τούτους πανοικί εν τῃ Πόλει είναι επάνω ποινής κεφαλικής τιμωρίας (Δούκ. 39325).
    • Το ουδ. ως ουσ. =
      • 1) Αρρώστια του κεφαλιού:
        • (Ορνεοσ. 58112).
      • 2) Φάρμακο για αρρώστια του κεφαλιού:
        • (Ιερακοσ. 4848).

    [μτγν. επίθ. κεφαλικός. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    κεφαλικός -ή -ό [kefalikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στο κεφάλι, που είναι σχετικός με το κεφάλι: Kεφαλική φλέβα. β. ~ φόρος, είδος φόρου ο οποίος επιβαλλόταν στα άτομα και όχι στα αγαθά· (πρβ. χαράτσι).

    [λόγ.: α: ελνστ. κεφαλικός `που αναφέρεται στο κεφάλι΄· β: σημδ. (μσν.) υστλατ. capitatio]

    [Λεξικό Κριαρά]
    κεφαλικώς, επίρρ.
    • Με θυσία του «κεφαλιού», της ζωής:
      • (Ψευδο-Σφρ. 23034).

    [μτγν. επίρρ. κεφαλικώς]

    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες