Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφάλας ο [kefálas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : 1. (προφ.) πειραχτικά, αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι. ΠAΡ ΦΡ είπε ο γάιδαρος* τον πετεινό κεφάλα. 2. (μτφ.) α. αυτός που δύσκολα πείθεται· πεισματάρης, χοντροκέφαλος. β. αυτός που δεν έχει ευστροφία· ο βραδύνους.
[κεφάλ(α) -ας]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεφαλάς ο.
-
- Άρχοντας, αρχηγός· διοικητής:
- αυθέντας και τοπάρχοντας, μάλλον και κεφαλάδας (Ιμπ. 341)·
- οι εις τα εκείσε κάστρη κεφαλάδες (Ψευδο-Σφρ. 27810).
- H λ. ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54612).
[<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Meursius (‑άδες)]
- Άρχοντας, αρχηγός· διοικητής: