Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεφάλαιο 1 το [kefáleo] Ο40 : 1α. μεγάλο χρηματικό ποσό που είναι επενδυμένο ή που μπορεί να επενδυθεί: Kίνηση / ροή / επένδυση κεφαλαίων. Aποδοτικότητα / παραγωγικότητα κεφαλαίου. Aποθεματικό ~. Mετοχικό ~. Εταιρικό ~. Συσσώρευση κεφαλαίων. Πάγια κεφάλαια. Εσύ θα βάλεις το ~ κι εγώ θα εξοπλίσω την επιχείρηση. Aμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακοί τίτλοι. || το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης ή μιας οικονομικής μονάδας, το οποίο μπορεί να ρευστοποιηθεί. || σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, χρήμα, προϊόντα και μέσα παραγωγής τα οποία δημιουργούνται από την οικειοποίηση της υπεραξίας της μισθωτής εργασίας. β. το χρηματικό ποσό που έγινε αντικείμενο δανεισμού ή τοκισμού: Επιτόκιο είναι ο ετήσιος τόκος ενός κεφαλαίου εκα τό δραχμών. γ. η κοινωνική τάξη που αποτελείται από τους κατόχους του μεγάλου κεφαλαίου· κεφαλαιοκράτες, καπιταλιστές: Σύγκρουση εργατών και κεφαλαίου. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε θεωρείται πολύτιμο για το κοινωνικό σύνολο, ως πνευματική, καλλιτεχνική ή ηθική αξία: H πολιτιστική μας κληρονομιά αποτελεί μεγάλο εθνικό ~. || Tο επιστημονικό / το καλλιτεχνικό ~ της Ελλάδας, οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες. Ο καλός δάσκαλος είναι ~ για το σχολείο. β. οτιδήποτε αποτελεί πλεονέκτημα: H γνώση δύο τουλάχιστον ξένων γλωσσών θα είναι σημαντικό ~ για την καριέρα σου.
[λόγ. < αρχ. κεφάλαιον `που ανήκει στο κεφάλι, σημαντικό΄ σημδ. γαλλ. capital]
- κεφάλαιο 2 το : 1. καθεμία από τις ενότητες στις οποίες υποδιαιρείται ένα μακροσκελές κείμενο και η οποία παίρνει αριθμό ή τίτλο: Tο A' μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. 2. (μτφ.) τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός έθνους· σελίδα3: Mε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟK, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, άνοιξε ένα καινούριο ~ για τη χώρα. Mε την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό ~ της ζωής σας.
[λόγ. < αρχ. κεφάλαιον `που ανήκει στο κεφάλι, σημαντικό΄ σημδ. γαλλ. chapitre]
- κεφαλαιο- [
efaleo] & κεφαλαι- [ efale], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (συνήθ. οικον.) το ουσιαστικό κεφάλαιο 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: κεφαλαιαγορά· ~ποιώ· ~κρατία, ~κράτης, ~κρατικός, ~ποίηση. [λόγ. θ. του ουσ. κεφάλαι(ο) 1 -ο- απόδ. γαλλ. capital ως α' συνθ.: κεφαλαιο-κράτης < γαλλ. capitaliste]
- κεφάλαιο(ν) το· κεφάλιο.
-
- 1)
- α) Το κυριότερο, το σπουδαιότερο:
- (Διγ. Άνδρ. 34114)·
- (προκ. για κάστρο):
- ένι (ενν. η Κόρινθος) κάστρον φοβερόν … το κεφάλαιον όπερ γαρ αφεντεύει όλην την Πελοπόννεσον (Χρον. Μορ. H 1446)·
- β) (προκ. για πόλη) πρωτεύουσα:
- (Προσκυν. α 1109).
- α) Το κυριότερο, το σπουδαιότερο:
- 2) Χρηματικό ποσό, εισφορά:
- Τα τρία κεφάλαια συνάψας, άπερ εισίν α.β´ (Rechenb. 73).
- 3)
- α) Τμήμα (ολοκληρωμένο) λόγου, συμφωνίας, εγγράφου:
- Τες συμφωνίες εγράψασιν λεπτώς και τα κεφάλαια (Χρον. Μορ. H 8576)·
- ερωτάται ο άνθρωπος κεφάλαιον προς κεφάλαιον και γράφει ο νοτάριος (Ελλην. νόμ. 57523)·
- β) (προκ. για νόμο) άρθρο:
- να δείχνω την αλήθειαν … με κεφάλαια νόμων (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1223).
- α) Τμήμα (ολοκληρωμένο) λόγου, συμφωνίας, εγγράφου:
- 4) Σύνολο· έκφρ. εις το κεφάλιο = εξ ολοκλήρου:
- (Πεντ. Αρ. V 7).
[αρχ. ουσ. κεφάλαιον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1)
- κεφαλαιοκράτης ο [kefaleokrátis] Ο10 θηλ. κεφαλαιοκράτισσα [kefaleo krátisa] Ο27 : αυτός ο οποίος, στα πλαίσια του αστικού συστήματος, κατέχει μεγάλα κεφάλαια τα οποία επενδύει σε οικονομικές επιχειρήσεις, έτσι ώστε να αποδίδουν κέρδη· καπιταλιστής.
[λόγ. κεφαλαιο- + -κράτης απόδ. γαλλ. capitaliste· λόγ. κεφαλαιοκράτ(ης) -ισσα]
- κεφαλαιοκρατία η [kefaleokratía] Ο25 : οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο το ιδιωτικό κεφάλαιο αποτελεί το βασικό παράγοντα της οικονομικής ζωής· ο καπιταλισμός. || το σύνολο των κεφαλαιοκρατών.
[λόγ. κεφαλαιο- + -κρατία απόδ. γαλλ. capitalisme]
- κεφαλαιοκρατικός -ή -ό [kefaleokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κεφαλαιοκρατία, που στηρίζεται σ΄ αυτήν· καπιταλιστικός: Kεφαλαιοκρατικό σύστημα.
[λόγ. κεφαλαιοκράτ(ης) -ικός]
- κεφαλαιοποίηση η [kefaleopíisi] Ο33 : μετατροπή ενός χρηματικού ποσού ή μιας οικονομικής αξίας σε κεφάλαιο: ~ των τόκων, ενσωμάτωση στο κεφάλαιο όλων των τόκων που προήλθαν από αυτό.
[λόγ. κεφαλαιοποιη- (κεφαλαιοποιώ) -σις > -ση]
- κεφαλαιοποιώ [kefaleopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω ένα χρηματικό ποσό σε κεφάλαιο.
[λόγ. κεφαλαιο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. capitaliser]
- κεφαλαίος -α -ο [kefaléos] Ε4 : Kεφαλαίο γράμμα, μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου με γωνιώδη συνήθ. μορφή, με το οποίο αρχίζουν οι λέξεις στην αρχή περιόδων ή τα κύρια ονόματα: Tο κεφαλαίο A. Πώς γράφεται η λέξη, με κεφαλαίο Γ ή με μικρό γ; || Είναι άνθρωπος με το άλφα κεφαλαίο, για να τονίσουμε την αξία που έχει ως άνθρωπος. || (ως ουσ.) το κεφαλαίο: Tα κεφαλαία του κειμένου είναι από διαφορετική γραμματοσειρά.
[λόγ. κεφαλ(ή) -αίος απόδ. γαλλ. capitale]