Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κετόνη η [ketóni] Ο30 : (χημ.) ονομασία διάφορων οργανικών ενώσεων από τις οποίες πολλές έχουν μεγάλη βιομηχανική σημασία.
[λόγ. < γαλλ. cétone (-one = -όνη) σύντμ. του acétone = ακετόνη (δες λ.)]