Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεσάτι το [kesáti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) για ελεύθερο επάγγελμα, οι χαμηλές εισπράξεις που οφείλονται σε μειωμένη εμπορική κίνηση της αγοράς: Είχα μεγάλα κεσάτια σήμερα.
[τουρκ. kesat -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεσάτι το.
-
- Έλλειψη εργασίας, εμπορική απραξία:
- εγίνην μεγάλο κεσάτι εις τα πάντα … Και επτώχυνεν ο κόσμος πολλά (Συναδ. φ. 74r).
[<τουρκ. kesat. Η λ. και σήμ.]
- Έλλειψη εργασίας, εμπορική απραξία: