Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κερνάτορας ο.
-
- Οινοχόος:
- (Αλεξ. 1161).
[<κερνώ + κατάλ. ‑άτορας. Η λ. στο Du Cange (λ. κερνείν) και σήμ. ιδιωμ.]
- Οινοχόος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<κερνώ + κατάλ. ‑άτορας. Η λ. στο Du Cange (λ. κερνείν) και σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |