Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερνάτορας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κερνάτορας ο.
  • Οινοχόος:
    • (Αλεξ. 1161).

[<κερνώ + κατάλ. άτορας. Η λ. στο Du Cange (λ. κερνείν) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες