Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερκίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερκίδα η [kerkíδa] Ο26 : I. στα αρχαία θέατρα και στα σύγχρονα στάδια ή γήπεδα, βαθμιδωτή διάταξη που χρησιμεύει ως κάθισμα για τους θεατές. || (προφ.) οι φίλαθλοι που παρακολουθούν μια αθλητική συνάντηση: Ξεσηκώθηκε ολόκληρη η ~. II. (ανατ.) το ένα από τα δύο οστά του πήχεως. III. (λόγ.) η σαΐτα του αργαλειού.

[λόγ.: I, II: ελνστ. κερκίς, αιτ. -ίδα· ΙΙΙ: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες