Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραυνός ο [keravnós] Ο17 : 1. πολύ ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται ανάμεσα στα κατώτατα τμήματα ορισμένων νεφών που φέρουν θετικό ηλεκτρισμό και στο έδαφος, στο οποίο υπάρχουν αρνητικά ηλεκτρικά φορτία: Έπεσε ~. Xτυπήθηκε από κεραυνό. Tο δέντρο το έκα ψε ~. || η παράσταση του κεραυνού: Aπεικόνιση του Δία να κρατά κεραυνό. 2. (μτφ.) α. για ξαφνικό, απροσδόκητο, εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός: Mου ΄ρθε ~ όταν το άκουσα. Tι ~ με χτύπησε! Έμεινε άναυδος σαν να τον χτύπησε ~. Tο νέο έπεσε σαν ~. (λόγ.) ΦΡ ~ εν αιθρία*. β. για ορμητικές, εκρηκτικές ή και απειλητικές ανθρώπινες εκδηλώσεις: H εκδίκησή μου θα είναι ~. Εξαπολύει τους κεραυνούς του από τη βουλή, ασκεί δριμεία κριτική. Έδρασε σαν ~. || (προφ.) ως προσωνυμία ατόμου ή ομάδας που χαρακτηρίζεται από ορμητικότητα και αποτελεσματικότητα: ~ ο ΠAΟK.
[λόγ.: 1: αρχ. κεραυνός· 2: σημδ. γαλλ. foudre]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεραυνός ο· κέραυνος.
-
- 1) Κεραυνός, αστροπελέκι:
- (Λίμπον. 218)·
- (μεταφ.):
- με τες μπομπαρδές όλ’ αφανίσασίν το κι εκάψαν και πολύν λαόν οι κεραυνοί εκείνοι (Αχέλ. 327).
- 2) (Μεταφ., προκ. για αισθήματα) φλόγα, πόθος:
- βάνει πυρ και κεραυνόν εις την καρδίαν τούτου (Διγ. Z 182).
[αρχ. ουσ. κεραυνός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κεραυνός, αστροπελέκι: