Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερατώνω [keratóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) απατώ το σύζυγο ή τη σύζυγό μου: Tον κεράτωνε και, όταν εκείνος το έμαθε, ζήτησε διαζύγιο.
[μσν. κερατώνω < κέρατ(ον) -ώνω κατά τη σημ. του κερατάς (διαφ. το ελνστ. κερατῶ `σκληραίνω σε κέρατο΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κερατώνω.
-
- Απατώ το σύζυγο:
- (Συναξ. γυν. 740).
[<ουσ. κέρατο(ν) + κατάλ. ‑ώνω. Πβ. Lampe, λ. ‑όω (4. αι.) και Somav. Η λ. και σήμ.]
- Απατώ το σύζυγο: