Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεραστής ο [kerastís] Ο7 : (λογοτ.) αυτός που προσφέρει κυρίως τα ποτά σε γιορτή ή συγκέντρωση.

[ελνστ. κεραστής]

[Λεξικό Κριαρά]
κεραστής ο.
  • Αυτός που κερνά:
    • Ο κεραστής του βασιλιά (Χούμνου, Κοσμογ. 1681).

[μτγν. ουσ. κεραστής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες