Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμοσκεπής -ής -ές [keramoskepís] Ε10 : για οικοδόμημα του οποίου η στέγη καλύπτεται από κεραμίδια: ~ ναός. ~ βασιλική. || ~ στέγη.
[λόγ. κεραμο- + -σκεπής]