Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμικός -ή -ό [keramikós] Ε1 : 1. για αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από ψημένο πηλό: Kεραμικά προϊόντα. Kεραμικά πλακάκια / δάπεδα. Kεραμικά πιάτα. ~ διάκοσμος. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) το κεραμικό, αντικείμενο κατασκευασμένο από ψημένο πηλό. 2. που έχει σχέση με την κατασκευή κεραμικών αντικειμένων: Kεραμική τέχνη. || (ως ουσ.) η κεραμική, η τέχνη της κατασκευής κεραμικών αντικειμένων: Στις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με την κεραμική. Είδη κεραμικής. || H ελληνική κεραμική του 18ου αι., το σύνολο των ελληνικών κεραμικών αντικειμένων.
[λόγ. < αρχ. κεραμικός, κεραμική ἡ]