Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεραμιδάρης ο.
-
- Αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός:
- (Χριστ. διδασκ. 65 σημ. 1).
[<ουσ. κεραμίδι + κατάλ. ‑άρης]
- Αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός: