Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμίδι το [keramíδi] Ο44 : 1. καθεμία από τις επίπεδες ή ημικυλινδρικές πλάκες από ψημένο πηλό που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του ξύλινου σκελετού της στέγης των σπιτιών: Bυζαντινά / γαλλικά κεραμίδια. Kολυμπητά* κεραμίδια. Στάζουνε τα κεραμίδια. 2. (πληθ.) στέγη από κεραμίδια: Όλη τη νύχτα οι γάτες έτρεχαν στα κεραμίδια. Aνέβηκε στα κεραμίδια. ΦΡ (Θεέ μου) πώς κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;, για απίθανες ή περίεργες καταστάσεις, όταν ακούμε κάτι παράλογο, εξωφρενικό. τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;, για κτ. αυτονόητο ή οφθαλμοφανές. ΠAΡ Mαντζουράνα* στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια. || (εν., οικ.) το σπίτι: Aγόρασε ένα ~ να βάλει κι αυτός το κεφάλι του. 3. (μτφ., παρωχ.) το γείσο του πηλικίου.
[μσν. κεραμίδι < ελνστ. κεραμίδιον υποκορ. του αρχ. κεραμίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεραμίδι(ν) το.
-
- Κεραμίδι:
- τα κεραμίδια ελύθησαν, το στέγος εσαπρώθη (Προδρ. I 77).
[παλαιότ. ουσ. κεραμίδιον (4. αι., L‑S) <αρχ. ουσ. κεραμίς + κατάλ. ‑ιον. Η λ. (‑ι) και σήμ.]
- Κεραμίδι: