Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμίδα η [keramíδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) το μεγάλο κεραμίδι ή γενικά το κεραμίδι. ΦΡ του ΄ρθε ~, για απροσδόκητο, δυσάρεστο γεγονός.
[μσν. κεραμίδα < αρχ. κεραμίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεραμιδάρης ο.
-
- Αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός:
- (Χριστ. διδασκ. 65 σημ. 1).
[<ουσ. κεραμίδι + κατάλ. ‑άρης]
- Αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμιδαριό το [keramiδarjó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το κεραμοποιείο, κυρίως στις ΦΡ τα ΄κανε ~: α. τα έσπασε, τα κατέστρεψε όλα. β. απέτυχε παταγωδώς. θα γίνει ~!, ως απειλή.
[κεραμίδ(ι) -αριό]