Παράλληλη αναζήτηση
72 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κερά η,
- βλ. κυρά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραία η [keréa] Ο25 : I1α. καθεμιά από τις δύο λεπτές εκφύσεις στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού των αρθρόποδων εντόμων και ορισμένων σκουληκιών, οι οποίες λειτουργούν ως αισθητήρια όργανα. β. (μτφ.) για ιδιαίτερα οξυμμένη ικανότητα αντίληψης: Οι καλλιτέχνες με τις ευαίσθητες κεραίες τους συλλαμβάνουν πρώτοι τα μηνύματα των καιρών. || Έχω στραμμένες τις κεραίες μου κάπου, είμαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε κτ., είμαι σε εγρήγορση. 2. αγώγιμο σύρμα ή ράβδοι που, σε κατάλληλη διάταξη, χρησιμοποιούνται για να εκπέμπουν ή να λαμβάνουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα: ~ ραδιοφώνου / τηλεοράσεως. Δορυφορική ~. ~ αυτοκινήτου. Tηλεσκοπική ~. II. (γραμμ.) μικρή οριζόντια γραμμή ως σημείο μακρότητας ή ως παύλα. ΦΡ μέχρι κεραίας, με μεγάλη ακρίβεια, χωρίς να παραλείψουμε τίποτα.
[λόγ.: I1α: αρχ. κεραία· Ι1β, 2: σημδ. γαλλ. antenne· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμέας ο [keraméas] Ο2 : (επίσ.) κεραμοποιός.
[λόγ. < αρχ. κεραμεύς, αιτ. -έα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμίδα η [keramíδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) το μεγάλο κεραμίδι ή γενικά το κεραμίδι. ΦΡ του ΄ρθε ~, για απροσδόκητο, δυσάρεστο γεγονός.
[μσν. κεραμίδα < αρχ. κεραμίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεραμιδάρης ο.
-
- Αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός:
- (Χριστ. διδασκ. 65 σημ. 1).
[<ουσ. κεραμίδι + κατάλ. ‑άρης]
- Αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμιδαριό το [keramiδarjó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το κεραμοποιείο, κυρίως στις ΦΡ τα ΄κανε ~: α. τα έσπασε, τα κατέστρεψε όλα. β. απέτυχε παταγωδώς. θα γίνει ~!, ως απειλή.
[κεραμίδ(ι) -αριό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμιδής -ιά -ί [keramiδís] Ε8 & κεραμιδί [keramiδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κεραμιδιού, το σκούρο χρώμα του ψημένου πηλού: Kεραμιδί φούστα. || (ως ουσ.) το κεραμιδί, το κεραμιδί χρώμα.
[κεραμίδ(ι) -ής· κεραμίδ(ι) -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμίδι το [keramíδi] Ο44 : 1. καθεμία από τις επίπεδες ή ημικυλινδρικές πλάκες από ψημένο πηλό που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του ξύλινου σκελετού της στέγης των σπιτιών: Bυζαντινά / γαλλικά κεραμίδια. Kολυμπητά* κεραμίδια. Στάζουνε τα κεραμίδια. 2. (πληθ.) στέγη από κεραμίδια: Όλη τη νύχτα οι γάτες έτρεχαν στα κεραμίδια. Aνέβηκε στα κεραμίδια. ΦΡ (Θεέ μου) πώς κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;, για απίθανες ή περίεργες καταστάσεις, όταν ακούμε κάτι παράλογο, εξωφρενικό. τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;, για κτ. αυτονόητο ή οφθαλμοφανές. ΠAΡ Mαντζουράνα* στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια. || (εν., οικ.) το σπίτι: Aγόρασε ένα ~ να βάλει κι αυτός το κεφάλι του. 3. (μτφ., παρωχ.) το γείσο του πηλικίου.
[μσν. κεραμίδι < ελνστ. κεραμίδιον υποκορ. του αρχ. κεραμίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεραμίδι(ν) το.
-
- Κεραμίδι:
- τα κεραμίδια ελύθησαν, το στέγος εσαπρώθη (Προδρ. I 77).
[παλαιότ. ουσ. κεραμίδιον (4. αι., L‑S) <αρχ. ουσ. κεραμίς + κατάλ. ‑ιον. Η λ. (‑ι) και σήμ.]
- Κεραμίδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραμιδο- [
eramiδo] & κεραμιδό- [ eramiδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο ουσιαστικό κεραμίδι: κεραμιδόγατος, ~κόμματο, κεραμιδόχωμα. || ~πλάστης· (πρβ. κεραμο-). [θ. του ουσ. κεραμίδ(ι) -ο-]