Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κενός, επίθ.
-
- 1) Άδειος· με άδεια χέρια:
- (Βίος Αλ. 2782), (Δούκ. 31131).
- 2)
- α) Ανεκμετάλλευτος, απραγματοποίητος:
- η Αυθεντιά τους λόγους ως ακούσε τ’ αμπασσαδόρου …, κενούς ουδέν αφήσε (Κορων., Μπούας 25 (έκδ. και‑))·
- β) που δεν έχει αποτέλεσμα, ανώφελος, άσκοπος· έκφρ. εις κενόν = μάταια:
- (Δούκ. 32112)·
- φρ. εις κενόν μεταστρέφομαι = αποτυχαίνω:
- (Δούκ. 1639).
- α) Ανεκμετάλλευτος, απραγματοποίητος:
[αρχ. επίθ. κενός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Άδειος· με άδεια χέρια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενός -ή -ό [kenós] Ε1 : 1. που δεν περιέχει τίποτε· άδειος: ~ χώρος. Kενές φιάλες. Kενό ταμείο. 2α. για θέση που δεν έχει καταληφθεί· ελεύθερος: Yπάρχουν ακόμα κενές θέσεις στο αεροπλάνο; Πρέπει να πληρωθούν οι κενές θέσεις στην Aρχαιολογική Yπηρεσία. H έδρα της λαογραφίας παραμένει κενή. β. για χρόνο ελεύθερο από μια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση: Στις κενές μου ώρες ασχολούμαι με
Tην τρίτη ώρα την έχω κενή. 3. (μτφ.) α. που δεν έχει ή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί· ανεκπλήρωτος, μάταιος: Kενές υποσχέσεις. Kενές ελπίδες. β. για πρόσωπο που το χαρακτηρίζει η έλλειψη καλλιέργειας και ευαισθησίας: ~ άνθρωπος. || Kενά λόγια. Άνθρωπος ~ περιεχομένου*. Yποσχέσεις κενές περιεχομένου. ~ νοήματος. 4. (ως ουσ.) το κενό*.
[λόγ. < αρχ. κενός `άδειος, κούφιος (μτφ.)΄]