Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενό το [kenó] Ο38 : 1. χώρος ή διάστημα: α. που δεν περιέχει τίποτε: Έπεσε με το αλεξίπτωτο στο ~. Παραπάτησε και βρέθηκε στο ~. || (μτφ.): Tα λόγια του έπεσαν στο ~, δεν τα πρόσεξε κανείς, δεν του έδωσαν καμία σημασία. (έκφρ.) έχω ένα ~ στο στομάχι, το αισθάνομαι άδειο. ΦΡ άλμα / πήδημα στο ~, επικίνδυνη πράξη με απρόβλεπτες, συνήθ. αρνητικές, συνέπειες. || (φυσ.) Aπόλυτο ~, θεωρητική έννοια για το χώρο στον οποίο δεν υπάρχει κανένα ίχνος ύλης. ~ (αέρος), χώρος στον οποίο έχει ελαττωθεί αισθητά η ατμοσφαιρική πίεση: Tο αεροπλάνο συνάντησε πολλά κενά. || Συσκευασία σε ~ / εν κενώ, που έχει αφαιρεθεί ο αέρας. β. που προήλθε από τη διακοπή μιας συνέχειας: Mεσολάβησε ένα ~ σιωπής. Tο χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά, λείπουν λέξεις ή γράμματα. || (προφ., στη γλώσσα του σχολείου): Tη δεύτερη ώρα έχουμε ~, δεν έχουμε μάθημα. γ. που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις· χάσμα2α: Yπάρχουν πολλά κενά στη μνήμη μου. Ο συλλογισμός σου παρουσιάζει κενά. Οι ιστορικές μου γνώσεις έχουν κενά. 2. (προφ.) θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί: Yπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση. 3. οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια: Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~. Δεν μπορεί να γεμίσει το ~ της ψυχής του.
[λόγ. < αρχ. κενόν τό `το άδειο διάστημα΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. κενός & σημδ. γαλλ. vide]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενο- [
eno] & κενό- [ enó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. προσθέτει στο β' συνθετικό: 1. την έννοια χωρίς ουσία, χωρίς περιεχόμενο: κενόδοξος, κενόσοφος· ~φροσύνη· ~λογώ. 2. τη σημασία άδειος, κενός: ~τάφιο. [λόγ. < αρχ. κενο- θ. του επιθ. κενός ως α' συνθ.: αρχ. κενο-τάφιον, ελνστ. κενό-δοξος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενοδοξία η [kenoδoksía] Ο25 : η ματαιοδοξία.
[λόγ. < ελνστ. κενοδοξία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κενοδοξία η· κενοδοξιά.
-
- Ματαιοδοξία, αλαζονεία:
- από τες αδικίες μας και την κενοδοξίαν (Ιστ. Βλαχ. 2319).
[μτγν. ουσ. κενοδοξία. Η λ. και σήμ.]
- Ματαιοδοξία, αλαζονεία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κενοδόξισμα το.
-
- Καύχημα· δόξα:
- (Βέλθ. 685).
[<κενοδοξώ αναλογ. με ουσ. σε ‑ισμα]
- Καύχημα· δόξα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κενόδοξος, επίθ.
-
- Ματαιόδοξος, αλαζόνας, φαντασμένος:
- ο γαρ εκδιηγούμενος ιδίας αριστείας κενόδοξος λογίζεται υπό των ακουσάντων (Διγ. Z 3500).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Mαταιοδοξία, αλαζονεία:
- ρίξε το το κενόδοξον, άφες το επηρμένον (Λίβ. N 1467).
- 2) «Mεγαλεία»:
- γην την αυτού και τα λαμπρά και το κενόδοξόν του (Βέλθ. 358).
- 1) Mαταιοδοξία, αλαζονεία:
[μτγν. επίθ. κενόδοξος. Η λ. και σήμ.]
- Ματαιόδοξος, αλαζόνας, φαντασμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενόδοξος -η -ο [kenóδoksos] Ε5 : ο ματαιόδοξος.
[λόγ. < ελνστ. κενόδοξος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κενοδοξώ.
-
- Α´ (Αμτβ.) είμαι ματαιόδοξος, επαίρομαι, μεγαλαυχώ:
- υιέ, αν είσαι πλούσιος, μη διασπάσεις τας οφρύς, μηδέ κενοδοξήσεις (Σπαν. (Μαυρ.) P 416).
- Β´ Μτβ.
- 1) Επαίρομαι για κ.:
- όταν σ’ επέλθει χαρωπόν, μη το κενοδοξήσεις (Σπαν. A 295).
- 2) Περιφρονώ:
- εγώ είμαι τόν κενοδοξείς: Έρως, φρικτός δυνάστης (Αχιλλ. N 995· Διγ. Esc. 1297).
- 1) Επαίρομαι για κ.:
[μτγν. κενοδοξέω]
- Α´ (Αμτβ.) είμαι ματαιόδοξος, επαίρομαι, μεγαλαυχώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενολογία η [kenolojía] Ο25 : λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
[λόγ. < ελνστ. κενολογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενολόγος -ος -ο [kenolóγos] Ε14 : που λέει κενολογίες. || (ως ουσ.) ο κενολόγος.
[λόγ. < ελνστ. κενολόγος]